- αραθυμώ
- (α) 1. αμετ. легко раздражаться, быть вспыльчивым;2. μετ. сильно желать (чего-л.); тянуть, влечь (к чему-л.) (о беременных женщинах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αραθυμώ — ( άω) (Μ ἀραθυμῶ έω) 1. είμαι νωθρός, τεμπελιάζω 2. ξεκουράζομαι ξεχνώντας τις φροντίδες νεοελλ. 1. λιποθυμώ 2. ανυπομονώ 3. φοβάμαι … Dictionary of Greek
ξαραθυμώ — ξαραθυμῶ και ξεραθυμῶ, άω (Μ) ξεφεύγω από τις στενοχώριες μου, ξεδίνω, ξεσκάω, ευθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + ἀραθυμῶ] … Dictionary of Greek
ραθυμώ — ῥαθυμῶ, έω, ΝΜΑ, και ῥᾳθυμῶ Α [ῥάθυμος] είμαι ράθυμος, μένω αδρανής χωρίς να εργάζομαι, τεμπελιάζω, αμελώ την εργασία μου («κατελήφθησάν τινες νυκτὸς ἐν τῇ στρατοπεδείᾳ ῥαθυμοῡντες τὰ περὶ τὰς φυλακάς», Διόδ.) νεοελλ. 1. επιθυμώ σφόδρα, ορέγομαι… … Dictionary of Greek